Μια γονιδιακή μετάλλαξη ενδεχομένως να καθορίζει αν ένα άτομο έχει προδιάθεση να εξελιχθεί σε παχύσαρκο, σύμφωνα με νεότερη μελέτη. Μια σπάνια εκδοχή του γονιδίου BDNF προδιαθέτει στην αύξηση του βάρους του σώματος, αφού παράγονται μικρότερα επίπεδα της πρωτεΐνης BDNF, που λειτουργεί σαν ρυθμιστής της όρεξης, στον εγκέφαλο.
Πιο αναλυτικά, ερευνητές των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ εξέτασαν από την αρχή την θεωρία ότι υπάρχουν γενετικοί παράγοντες που προδιαθέτουν στην αύξηση του σωματικού βάρους, καθώς και στην αποτελεσματικότητα των στρατηγικών απώλειας κιλών.
Ως γνωστόν το σώμα βασίζεται στα κύτταρά του για να παράγει και να αποθηκεύσει ενέργεια. Επομένως, οι αλλαγές στα γονίδια που ρυθμίζουν αυτές τις διαδικασίες, μπορούν να προκαλέσουν ανισορροπίες που συντελούν σε περίσσεια αποθήκευση ενέργειας και αύξηση του βάρους.
Ως γνωστόν, κάθε άτομο έχει δύο αντίγραφα (αλληλόμορφα) κάθε γονιδίου, τα οποία κληρονομεί από τους γονείς του. Τα αλληλόμορφα μπορεί να διαφέρουν σε οποιοδήποτε σημείο κάθε γονιδίου.
Οι ερευνητές κατά τη διάρκεια των πειραμάτων εξέτασαν στο κοινό αλληλόμορφο Τ και στο λιγότερο κοινό αλληλόμορφο που παράγει λιγότερη πρωτεΐνη BDNF, το C.
Συνέκριναν το συνδυασμό του γονιδίου BDNF σε κάθε άτομο (CC, CT, TT) με παράγοντες που ορίζουν την παχυσαρκία, περιλαμβανομένου του Δείκτη Μάζας Σώματος και του ποσοστού σωματικού λίπους.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το αλληλόμορφο C στο γονίδιο BDNF ίσως σχετίζεται με την εκδήλωση παχυσαρκίας. Για να κατανοήσουν γιατί το αλληλόμορφο C έχει τέτοια επίδραση στην παχυσαρκία, μελέτησαν προσεκτικά την γενετική περιοχή που διαφέρει μεταξύ των αλληλόμορφων C και Τ.
Έτσι ανακάλυψαν ότι η επίμαχη περιοχή αλληλεπιδρά με την πρωτεΐνη hnRNP D0B. Σε εργαστηριακά πειράματα που έκαναν διαπίστωσαν ότι η πρωτεΐνη έχει προβληματική αλληλεπίδραση με το αλληλόμορφο C, με αποτέλεσμα την μικρότερη παραγωγή πρωτεΐνης BDN.